Μουσείο Μικρασιατικών Κειμηλίων — Στεγάζεται στην Εστία Νέας Σμύρνης (Πλατεία Χρυσοστόμου Σμύρνης). Η συλλογή του αποτελείται από διάφορα αντικείμενα τα οποία έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες μετά την καταστροφή των περιουσιών τους και τον εκδιωγμό τους από την Τουρκία. Η συλλογή… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό Ιεράς Μονής Παναγίας Προυσιώτισσας — Στη Μονή Προυσού, που βρίσκεται 41 χλμ. νοτιοδυτικά του Καρπενησίου, διασώθηκε και εκτίθεται στο σκευοφυλάκιό της μία πλούσια συλλογή εκκλησιαστικών κειμηλίων, μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τη μακραίωνη ιστορία της. Σύμφωνα με … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
διάσωση — η (Μ διάσωσις) σωτηρία, απαλλαγή από κίνδυνο νεοελλ. διατήρηση από τη φθορά τού χρόνου («διάσωση κειμηλίων») μσν. ασφαλής μεταφορά … Dictionary of Greek
κειμηλίωσις — κειμηλίωσις, ἡ (Α) [κειμηλιώ] η φύλαξη και αποταμίευση των κειμηλίων … Dictionary of Greek
κειμηλιάρχης — και κειμηλίαρχος, ο (Α κειμηλιάρχης) ο φύλακας κειμηλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κειμήλιον + άρχης / αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης / ναύ αρχος] … Dictionary of Greek
κειμηλιαρχείο — το (Α κειμηλιαρχεῑον και κειμηλιάρχιον) [κειμηλιάρχης] αρχείο κειμηλίων, αποθήκη όπου φυλάσσονται κειμήλια … Dictionary of Greek
μουσείο — Η λέξη Μουσείον στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε τέμενος των Μουσών. Σήμερα ονομάζεται μ. ένα ίδρυμα που έχει σκοπό τη συγκέντρωση και τη διατήρηση συλλογών έργων τέχνης, διάφορων αντικειμένων και προϊόντων, συλλογών φυσικής ιστορίας ή ιστορικών… … Dictionary of Greek
ρεποζιτόριο — το, Ν εκκλ. μυστικό θησαυροφυλάκιο τών καθολικών ναών, όπου φυλάγονται τα τιμαλφή, ιερά σκεύη ή άμφια, ταμείο κειμηλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. repositorium «τράπεζα» < repono «αποθέτω»] … Dictionary of Greek